λειχοπίναξ

λειχοπίναξ
λειχοπίναξ
Lick-man
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λειχοπίναξ — λειχοπίναξ, ακος, ὁ (Α) (κωμική ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει τα πινάκια, τα πιάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λείχ τού λείχω + πίναξ] …   Dictionary of Greek

  • λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”